Την πολιτική επικαιρότητα σχολίασε ο πολιτικός αναλυτής του Catalyst.gr Παναγιώτης Μανωλάκος.
Σχετικά με το πολύνεκρο ναυάγιο μεταναστών από αλιευτικό στα ανοιχτά της Πύλου ανέφερε πως αυτό που μπορεί να σχολιάσει κάποιος σε γενικές γραμμές είναι ότι βλέπουμε το κομμάτι του παγόβουνου που είναι πάνω από την επιφάνεια του νερού.
Στην πραγματικότητα βλέπουμε ένα τραγικό δυστύχημα που πιθανότατα εκατοντάδες άνθρωποι θα έχουν χάσει τη ζωή τους. Πρόκειται για ένα ναυάγιο που ξεκίνησε από την Λιβύη με κατάληξη την Ιταλία πάνω στο οποίο επέβαιναν άνθρωποι από Συρία Αφγανιστάν, μία διαφορετική διαδρομή, όμως θα πρέπει να είμαστε ειλικρινείς ότι η μετανάστευση δεν είναι εύκολη να ανασχεθεί με περιοριστικά όπως ο φράχτης, αλλά θέλει πολιτικές ανάπτυξης και στις περιοχές εκείνες έτσι ώστε σταδιακά να αρχίσω να παραμένουν εκεί.
Για παράδειγμα το ΑΕΠ της Ελλάδος κατά άτομο είναι περίπου στα 23.000 δολλάρια. Το αντίστοιχο της Νιγηρίας ειναι 2.500 δολλάρια.
Ο πληθυσμός της Νιγηρίας περίπου το 2050 προβλέπεται να είναι γύρω στα 400 εκατομμύρια και το 2100 θα είναι παραπάνω από 500 εκατομμύρια περισσότερο από ότι είναι ο πληθυσμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εάν πιστεύουμε ότι χωρίς πραγματική ανάπτυξη σε εκείνες τις περιοχές, χωρίς ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης, χωρίς να προβλέψουμε πολιτικές υποδομών και για αυτά τα άτομα, όπως για παράδειγμα για να αντιμετωπίσουν την κλιματική αλλαγή, ότι θα μείνουν εκεί και δεν θα αρχίσουν να μεταναστεύουν με τρόπο “άτσαλο” για εκείνον και για εμάς, επικίνδυνο για την επιβίωσή τους γελιόμαστε.
Αυτό όμως δεν μπορεί να το κάνει η Ελλάδα μόνη της πρέπει να το κάνει η Ευρωπαϊκή Ένωση ως πολιτική και θα πρέπει να αποκτήσουμε στιβαρή εξωτερική πολιτική και όχι απλά να είμαστε η μεγαλύτερη περιοχή του κόσμου αναφορικά με την ανθρωπιστική βοήθεια αλλά χρειάζεται στοχευμένη αναπτυξιακή βοήθεια, για την ανάπτυξη αναφορικά στο εκπαιδευτικό επίπεδο, ανάπτυξη θεσμών σε αυτές τις περιοχές και είναι κάτι που δεν μπορούν να κάνουν μόνοι τους οι Έλληνες, πρέπει όμως να το κάνει η Ευρώπη.
Αναφερόμενος στην εκλογική αναμέτρηση το ότι πλέον υπάρχει ένα ήρεμο κλίμα στην κοινωνία το οποίο είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της συμμετοχής.
Άρα ο κόσμος που ενδιαφέρεται και αυτό φάνηκε από το αποτέλεσμα της κάλπης, περισσότερα από όσο πιστεύουν κάποιοι αναλυτές.
Στο ερώτημα γιατί έχασε ο ΣΥΡΙΖΑ, πρέπει να πούμε πως από τη μία πλευρά έχασε ο ΣΥΡΙΖΑ και από την άλλη κέρδισε η Νέα Δημοκρατία.
Η Νέα Δημοκρατία κέρδισε γιατί είχε ένα συνεκτικό πλάνο στα μάτια των πολιτών, ένα πλάνο διακυβέρνησης και ήταν ένα πλάνο σε αυτό το οποίο εντασσόταν σε αυτό που ήθελαν οι πολίτες τη δεδομένη χρονική στιγμή, δηλαδή να αφήσουν πίσω την κρίση και την οξύτητα και να δούμε κάτι καινούργιο που να ξημερώνει και να μας φέρνει αισιοδοξία.
Το αν αυτό εδράζεται στην πραγματικότητα δεν το συζητάμε αυτή τη στιγμή αλλά συζητάμε για το τι επιθυμούν οι πολίτες.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αρχικά έχασε σε επίπεδο εσωτερικής συγκρότησης. Παρέμεινε στη δεκαετία του 2010-2020 και παρόλο που ο ίδιος ευαγγελιζόταν μετά τα μνημόνια ότι έχει διαμορφώσει την επόμενη πραγματικότητα ξέχασε ο ίδιος να μπει σε αυτήν.
Διατήρησε έναν λόγο, ένα πρόγραμμα και μία οπτική των πραγμάτων, τύπου καλό ή κακό, άσπρο ή μαύρο, μία διαλεκτική αυτού του τύπου.
Ενώ σε μία εποχή κανονικότητας την οποία ισχυριζόταν ότι έφερε, ουσιαστικά το γκρι είναι το κυρίαρχο χρώμα γιατί είναι πολλά περισσότερα αυτά που είναι στο ενδιάμεσο.
Επίσης δεν ενσωμάτωσε στο λόγο του κάτι για την επόμενη πραγματικότητα, αλλά μόνο του τι είχε κάνει η Νέα Δημοκρατία και μάλιστα με ένα μηδενιστικό λόγο. Ακόμα και σε πράγματα που έγιναν σωστά φρόντισε να στεκόταν απέναντί τους. Στην πραγματικότητα όμως ο λόγος του θα είχε μεγαλύτερη δύναμη εάν αποδεχόταν κάποια πράγματα που έκανε η Νέα Δημοκρατία, ώστε μετά να καταγγείλει με επιχειρήματα αυτά που κατά τη γνώμη του ήταν λάθος.
Αν συνέβαινε αυτό οι πολίτες που πιο εύκολα θα άκουγαν το επιχείρημα του, γιατί θα αναγνώριζαν ότι σε κάτι σωστό συμφωνεί και καταγγέλλει τον λάθος.
Επίσης δεν είπε κάτι για την επόμενη μέρα. Είχε ένα πρόγραμμα, ότι μπορεί να πιστεύει κανείς για ένα πρόγραμμα και στο βαθμό που οι πολίτες διαβάζουν το οποίο όμως χάθηκε μέσα στο μαύρο της καμπάνιας του απέναντι στη Νέα Δημοκρατία.
Από την άλλη η Νέα Δημοκρατία κατάφερε σε πολύ μεγάλο βαθμό να θεωρηθούν οι κρίσεις, όπως η πληθωριστική εξωγενείς, ότι δεν φταίει η ίδια αλλά ο πόλεμος στην Ουκρανία και η Πανδημία οπότε δεν μπορούσε κάποιος σε πολύ μεγάλο βαθμό να την κατηγορήσει άμεσα για τον πληθωρισμό.
Βέβαια δεν φταίει μόνο ότι υπάρχουν οι εξωτερικοί παράγοντες, αλλά αυτό δεν είχε πολύ μεγάλη σημασία γιατί οι πολίτες αξιολογούσαν ότι οι περισσότεροι ήταν εξωτερικοί παράγοντες.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επίσης δεν έκανε κάποια μεγάλη αυτοκριτική και δεν άλλαξε ο ίδιος, άρα πολύ εύκολα είναι Δημοκρατία μπορούσε να υπενθυμίζει τα πεπραγμένα, να τον δείχνει με το δάχτυλο και να λέει πως ακόμα αν δεν είμαι και εγώ αρκετά καλός θέλετε εκείνος θα ξανάρθει; το ερώτημα σε πολλούς πολίτες ήταν καταλυτικό.
Επίσης κάποια πράγματα που θεωρητικά θα έπρεπε να επηρεάσουν τους πολίτες, δεν μπόρεσαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης να τα φέρουν στο επίπεδο του προσώπου.
Για παράδειγμα το θέμα των υποκλοπών είναι εξαιρετικό θεσμικό θέμα, για να καταφέρει όμως να επηρεάζει τον πολίτη θα πρέπει να το μετασχηματίσεις με έναν τέτοιο τρόπο πού να τον αφορά και αυτό δεν το έκανε κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης και για αυτό στο τέλος δεν επηρέασε κανέναν.