Σε παλαιότερο άρθρο μου, σε άλλο τοπικό διαδικτυακό έντυπο, είχα περιγράψει τη σχέση μου, ως ακροατής, με την αγαπημένη μου μουσική, το ροκ’ν’ρολ. Στο παρόν θα περιοριστώ να τονίσω, ότι για χρόνια βρισκόταν πέρα από τα όρια της εμμονής.
Αφορμή για το άρθρο που διαβάζετε τούτη τη φορά, είναι η πρόσφατη τελετή απονομής των αμερικανικών μουσικών βραβείων Grammy. Μια τελετή που φέτος πραγματοποιήθηκε για 60η φορά. Για την Ιστορία, έλαβε χώρα στο Madison Square Garden, στην Πόλη της Νέας Υόρκης.
Συγκεκριμένα, σε καμία από τις μεγάλες κατηγορίες (Καλύτερο Τραγούδι, Καλύτερη Ηχογράφηση, Καλύτερο Άλμπουμ και Καλύτερος Καλλιτέχνης) δεν υπήρχαν ροκ μουσικοί ή συγκροτήματα. Οι μόνες αναφορές στην αγαπημένη μου και, κάποτε, κραταιά μουσική ήταν, φυσικά, για το Καλύτερο Ροκ Άλμπουμ, που απονεμήθηκε στους The War On Drugs (πραγματικά αξιόλογη μπάντα από την Ανατολική Ακτή) και η ζωντανή σύνδεση με το νησί του Αγάλματος της Ελευθερίας, όπου η φημισμένη ροκ μπάντα των Ιρλανδών U2 (ίσως, παραφημισμένη..) απέδωσε την τελευταία επιτυχία τους, παρέδωσε το βραβείο για Καλύτερο Ραπ τραγούδι (Humble) στο δημιουργό του Kendrick Lammar, που, υποστηρίζω ότι είναι σπουδαία περίπτωση, και έπαιξαν μαζί ένα κομμάτι για το οποίο συνεργάστηκαν για τις ανάγκες του τελευταίου άλμπουμ του. Να σημειωθεί πως το βραβείο για το ροκ άλμπουμ δεν παρουσιάστηκε τη βραδιά της επίσημης τελετής. Απλά και συνοπτικά σε κάποια μικρότερη αίθουσα με τα υπόλοιπα, ήσσονος, για τη διοργάνωση, σημασίας βραβεία, νωρίτερα, κατά τις πρωινές ώρες…
Αυτός ο εμφανής παραγκωνισμός της ροκ μουσικής δεν είναι πρόσφατος. Ούτε αφορά μονάχα μια συγκεκριμένη τελετή-διοργάνωση. Συμβαίνει σταδιακά, εδώ και αρκετά χρόνια διεθνώς. Και εννοείται πως έχει αντίκτυπο και στη χώρα μας.
Όντας γεννημένος το 1977, ανήκω σε μια από τις τελευταίες γενιές εφήβων εκ των οποίων σημαντική μερίδα αγαπούσε το ροκ, είτε επρόκειτο για παλαιότερες, κλασσικές μπάντες, είτε για σύγχρονά της και δημοφιλή ροκ σχήματα. Τότε, μάλιστα, η άλλη …παράταξη ήταν αυτή των ρέηβερς. Εκείνη την εποχή, πολλοί σκληροπυρηνικοί ρόκερς ή ροκάδες, όπως αποκαλούνται διαχρονικά στην Ελλάδα, μισούσαν την ηλεκτρονική χορευτική μουσική (ανάμεσα τους-φευ!- και ο γράφων) για διάφορους, προσχηματικούς λόγους, αλλά στην πραγματικότητα, επειδή διέβλεπαν κίνδυνο κλονισμού της πρωτοκαθεδρίας του ροκ΄ν΄ρολ, όσον αφορούσε στις μοντέρνες μουσικές και, γενικότερα, νεανικές κουλτούρες.
Εν τέλει, ο Μονάρχης εκθρονίστηκε από το χιπ χοπ και το r’n’b, τις νεανικές, δηλαδή, μουσικές που ξεπήδησαν από τα μαύρα γκέτο και καλώς ή κακώς, αλλά ,σίγουρα, αναμφισβήτητα κατέκτησαν τις καρδιές της πλειοψηφίας νέων σε όλη την Υφήλιο!
Μια τακτική ενημέρωση για τα σύγχρονα μουσικά πράγματα είναι αρκετή, ώστε να πειστεί ο καθένας, ότι είχε χρόνια να βγει κάποιο, πραγματικά σημαντικό ροκ συγκρότημα. Κατά την άποψη μου, οι μόνες μπάντες, από εκείνες που βγήκαν τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια και που, κατά τα φαινόμενα, θα μείνουν στη μουσική ιστορία με τον ίδιο τρόπο που έχουν μείνει οι παλιοί ροκ θρύλοι, είναι οι Arcade Fire από τον Καναδά και οι Arctic Monkeys από το Ηνωμένο Βασίλειο. Οι τελευταίοι μάλιστα το καλοκαίρι θα επισκεφθούν τη χώρα μας για πρώτη φορά, στα πλαίσια του Rockwave Festival.
Οι περισσότερες κιθαριστικές κυκλοφορίες, στον διεθνή χώρο, είναι γεμάτες από αναφορές σε ήχους από το ροκ παρελθόν. Είναι, όμως, φιλτραρισμένες αυτές οι επιρροές με έναν, μάλλον, περίεργο τρόπο. Τόσο ανορθόδοξο που καταλήγουν να αφορούν μια εστέτ μειοψηφία που, προσωπικά, αναρωτιέμαι αν διασκεδάζει ποτέ και με πιο τρόπο! Ο Keith Richards των Rolling Stones, ένας σοφός άνθρωπος, είχε προειδοποιήσει πως «αν από το ροκ’ν’ρολ αφαιρέσεις το ρολ, τότε αυτό που μένει είναι μονοκόμματο, υπερβολικά βαρύ και χάνεται όλο το γούστο!»
Τότε, λοιπόν, μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι το ροκ’ν’ρολ πέθανε; Δε θα το έλεγα. Αυτή η Κρίση αφορά κυρίως στις ονομαζόμενες, «ροκ μητροπόλεις», δηλαδή ΗΠΑ και Αγγλία.
Είναι γεγονός ότι έχουν αναπτυχθεί ροκ Σκηνές σε χώρες που ποτέ δεν άγγιξαν τη διεθνή επικαιρότητα. Αυτές οι Σκηνές αποτελούνται από σχήματα που υποβοηθούμενα από τη, σαφώς, ευκολότερη πρόσβαση σε τεχνικές υποδομές, προκειμένου να ηχογραφήσουν και να τελειοποιήσουν τις μουσικές τους. Υποδομές, που σήμερα κινούνται σε αρκετά λογικό κόστος και που παλιότερα ήταν απρόσιτες.
Στην Ελλάδα, πάντα έβγαιναν σπουδαίες ροκ μπάντες. Οι σημερινές, όμως, με τις τεχνικές ευκολίες που παρέχουν οι υπολογιστές και, πρωτίστως, η Επανάσταση του Διαδικτύου, καταφέρνουν να κάνουν περιοδείες στο εξωτερικό. Οι 1000Mods, από το Χιλιομόδι Κορινθίας αυτό τον καιρό πραγματοποιούν εκτεταμένη περιοδεία σε Μεξικό, Ηνωμένες Πολιτείες και Καναδά. Οι Αθηναίοι Planet of Zeus πρόσφατα γύρισαν από τη δεύτερη ευρωπαϊκή περιοδεία τους (που πιθανόν να είναι η Τρίτη και να έχω μπερδευτεί). Τέλος η αμερικανική δισκογραφική Slovenly Records έχει στο δυναμικό της, τουλάχιστον τρεις ελληνικές μπάντες: Τους Acid Baby Jesus από την Αθήνα, τους Βολιώτες Bazooka (προσωπική αδυναμία και με γνήσιο ροκ’ν’ρολ ελληνικό στίχο) και μια μπάντα από την Κρήτη που, δυστυχώς, το όνομά της, αυτή τη στιγμή μου διαφεύγει και απολογούμαι, τόσο στα παιδιά που την απαρτίζουν, όσο και στους αναγνώστες!
Το ερώτημα που μένει να τεθεί είναι «Θα επιβιώσει το ροκ’ν’ρολ;» Δε γνωρίζω! Ακόμα, πάντως, ακούω και ψιθυρίζω ένα τραγούδι από το 1979. Το έγραψε ο Καναδός Neil Young και σε μια στροφή διαβεβαιώνει πως «το ροκ’ν’ρολ δε μπορεί να πεθάνει ποτέ!»
Υ.γ. Bασική πηγή και έμπνευση για το κείμενο αποτέλεσε η ραδιοφωνική εκπομπή του αειθαλούς Γιάννη Πετρίδη Από τις 4 στις 5, καθημερινά στο Πρώτο Πρόγραμμα
Υ.γ.2 Ο τίτλος προέκυψε από το Changing of the Guards από το album Street Legal του Bob Dylan και την ομώνυμη ταινία του Νίκου Νικολαΐδη (1979)
Κώστας Μαζιώτης