Υποψήφιος στα βραβεία βιβλίου Public είναι ο Πρεβεζάνος συγγραφέας και σκηνοθέτης Κυριάκος Κοτσίνης για το διήγημά του “Περισσότερο Χρόνο”
Στο διαγωνισμό το κοινό επιλέγει τα αγαπημένα του βιβλία της χρονιάς ψηφίζοντας ηλεκτρονικά. Για να ψηφίσετε το βιβλίο του Κυριάκου Κοτσίνη μπορείτε να πατήσετε στο παρακάτω link.
Σχετικά με το βιβλίο:
“Η δομή και οι ροή του λόγου είναι άψογες, την ίδια στιγμή που δε χρησιμοποιείται συγγραφικός κανόνας. Δεν υπάρχει ουσιαστικά αρχή, μέση, τέλος. Η ιστορία αρχίζει από μια χρονική στιγμή του ήρωα, κάνει κάποιες εξαιρετικά μικρές αναδρομικές αφηγήσεις για να μάθουμε μόνο όσα χρειάζονται για το παρελθόν του ώστε να σκιαγραφήσουμε τον χαρακτήρα του και συνεχίζει. Είναι όμως τόσο σωστός και καλογραμμένος ο τρόπος με τον οποίο δίνονται όλα αυτά που δεν μπορεί να ξενίσει τον αναγνώστη. Η ροή είναι γρήγορη, πληθωρική, χωρίς να γίνεται βαρετή ή να αφήνει κενά.
Το έργο είναι εξαιρετικό. Ένα από τα πιο καλογραμμένα και ουσιαστικά κείμενα που έχω διαβάσει. Αν και μικρό σε μέγεθος –δε θα έπρεπε λόγω είδους και θεματολογίας να είναι μεγαλύτερο- έχει άψογα ψυχογραφήματα και ομολογώ ότι αυτό με εντυπωσίασε πιο πολύ από όλα.
Είναι ένα εξαιρετικό λογοτεχνικό κείμενο και ένας έμπειρος φίλος της λογοτεχνίας δε θα μπορέσει να μην το εκτιμήσει. Έχει αξιόλογες συγγραφικές τεχνικές, άψογο χειρισμό της γλώσσας και δε βαριέσαι να το διαβάσεις, αν και έρχεσαι αντιμέτωπος με δύσκολες αλήθειες.”
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ:
Για λίγη ώρα επικράτησε σιωπή. Ο νεαρός άντρας έτρωγε με θόρυβο τα φιστίκια του κι ο Κ. βυθίστηκε σε βαθιά περισυλλογή. Κάποια στιγμή, σήκωσε το κεφάλι του και είπε στο νεαρό μιλώντας στον ενικό:
Κ: Μην περιμένεις από κανέναν αγαπητέ μου. Μην ελπίζεις στους ανθρώπους. Φοβούνται τον εαυτό τους και τη ζωή. Περισσότερο απ’ το θάνατο φοβούνται να ζήσουν. Και δε μιλούν, γιατί κρύβονται πίσω από καθρέφτες. Καθρέφτες που τους ράγισε η σιωπηλή τους καχυποψία. Κι όταν αποφασίσουν πια να μιλήσουν, κρώζουν ψέματα και μουγκρίζουν, κεντώντας τις κοινές τους μοίρες· κι εδώ όπως παντού, όπως πάντα. Να μην περιμένεις τίποτα απ’ τους ανθρώπους, αλλά να πιστεύεις σ’ αυτούς.
Κέρασε τον νεαρό άντρα ένα ποτό, πλήρωσε και έφυγε δίχως να χαιρετήσει ακούγοντας πίσω απ’ την πλάτη του ένα αμήχανο και άψυχο “ευχαριστώ”.