Γράφει ο Χρήστος Τσούτσης
Μετά το τελευταίο επεισόδιο και την παρουσία του Παναγιώτη Λαφαζάνη στην εκπομπή και το διαδικτυακό κανάλι του κόμματος των «Σπαρτιατών» (κανάλι που συνεργάζεται με τον Πλεύρη), άνοιξε ξανά μια συζήτηση στους κόλπους της Αριστεράς (κυρίως κομμάτων ή οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς σήμερα αλλά και μεμονωμένων πολιτών) μέχρι που μπορεί να φτάσει και ποια είναι τα όρια συζήτησης μεταξύ αριστεράς και αυτών των «γκρίζων» πολιτικών χώρων που παρουσιάζονται και ως αντισυστημηκοί… Η άποψη μου είναι προφανώς ότι τέτοιες κοινές εμφανίσεις, δηλώσεις και εν γένει τέτοιες πρακτικές, πρέπει συλλήβδην να απομονώνονται και να καταδικάζονται και επιτέλους να σταματήσουν. Συμβάλουν μόνο στην αναπαραγωγή της γραφικότητας αλλά και στην απογοήτευση, εμπεριέχοντας στρατηγικούς κινδύνους που θα αναλύσουμε στην συνέχεια. Ας δούμε όμως το γιατί. Και ας εστιάσουμε σε κάποια δεδομένα.
Ο Όργουελ σημειώνει ότι ο «εθνικισμός» ως στάση δεν αφορά μόνο την αφοσίωση στην ιδέα του έθνους. «Είναι η συνήθεια να ταυτίζεται κανείς με ένα έθνος ή οποιαδήποτε άλλη ενότητα, τοποθετώντας την πέρα από το καλό και το κακό. Το μοναδικό καθήκον που αναγνωρίζει είναι η προώθηση των συμφερόντων της». Ο Όργουελ ξεχωρίζει τον «εθνικισμό» από τον «πατριωτισμό» – την αφοσίωση σε έναν τόπο και έναν τρόπο ζωής που δεν θέλεις όμως να τον επιβάλεις στον υπόλοιπο κόσμο. Βέβαια και ο πατριωτισμός εμπεριέχει «κίνδυνους» για τις δυνάμεις της Αριστεράς αλλά και για τους «αδύναμούς» αυτής της κοινωνίας, ούτε είναι άλλωστε ο προνομιακός χώρος άσκησης πολιτικής αλλά και ανάλυσης των δυνάμεων των εργαζομένων. Πίσω από την γενική αρχή περί δημιουργίας πατριωτικών μετώπων έχουν στηθεί οι μεγαλύτερες «παρά φύσιν» πολιτικές συμμαχίες στην ιστορία καθώς και έχουν χαθεί μεγάλες ευκαιρίες για διαφορετικούς σχεδιασμούς της αριστεράς με ταξικό περιεχόμενο. Ο «εθνικισμός» είναι επομένως βίαιος, κινητήρια δύναμή του είναι η πάλη και η επιθυμία για την εξουσία, η επιθετικότητα, ο επεκτατισμός και το πάθος για ηγεμόνευση «της καθαρής φυλής» από την οποία γεννιέται και υποστηρίζεται. Ο «πατριωτισμός» είναι κυρίως αμυντικός ή έτσι επιθυμούν οι κυρίαρχοι κύκλοι να τον παρουσιάζουν, το βλέπουμε άλλωστε και ιστορικά ως «ιδεολόγημα» αρχικά, αλλά «γεννάει» και αυτός στην συνέχεια πολιτικό-οικονομικές και κοινωνικές συμμαχίες που στηρίζουν τον αστικό τρόπο άσκησης πολιτικής αλλά και τα συμφέροντα των επιχειρηματικών ελίτ .
Επομένως μιλάμε για ένα νόμισμα με δύο όψεις, που στην μία όψη του αυτή τη στιγμή κάθονται στρογγυλεμένα πολιτικοί φορείς και πρόσωπα από όλο το φάσμα της Αριστεράς (δεν είναι μόνο το φαινόμενο Λαφαζάνης επομένως)… χωρίς να είναι προνομιακός της χώρος. Άλλωστε τις ιδέες του «Πατριωτισμού» τις εμπορεύονται(για ψηφοθηρικούς λόγους) καλύτερα τα αστικά κόμματα και πολλές φορές οι ακροδεξιές οργανώσεις. Και από την άλλη έχουμε την όψη του εθνικισμού, με τους νοσταλγούς των πιο σκοτεινών και μαύρων περιόδων της χώρας μας που είναι έτοιμοι να εφορμήσουν ξανά λες και δεν έχει πληρώσει ο κόσμος της εργασίας συνολικά το μίσος και τον αυταρχισμό τους. Ας μην ξεχάσουμε όμως και το περιβόητο «πατριωτικό καθήκον»,μια φράση πάνω στην οποία στήθηκε όλη η ρητορική των τελευταίων μνημονιακών κυβερνήσεων στην χώρα μας,με στόχο να περάσουν τα πιο βάρβαρα και βίαια οικονομικά προγράμματα λιτότητας και υποτίμησης της εργατικής δύναμης πανευρωπαϊκά. Το νόμισμα μπορεί να γυρίσει τούμπα επομένως, όχι εύκολα πολλές φορές, αν σκεφτούμε την Βαϊμάρη, την Χιλή και το τέλος του Αλιέντε, και άλλα ιστορικά γεγονότα. Όμως όταν αυτό συμβεί το τέρας του εθνικισμού παίρνει κεφάλι… με τα γνωστά επακόλουθα… δικτατορίες, πόλεμοι, μίση για τους γειτονικούς λαούς και βαρβαρότητα.
Άρα σήμερα δεν μπορεί να είσαι και με την ειρηνική συνύπαρξη των λαών και να ανέχεσαι εθνικιστικές φωνές σε συλλαλητήρια για την «Μακεδονία» μόνο και μόνο επειδή είναι ή θέλουν να ονομάζονται αντικυβερνητικές. Ούτε να έχεις γνώμονα και πρώτη προτεραιότητα την πολιτική συμμαχία με «Χριστιανοδημοκρατικές οργανώσεις» για να στηθούν «Πατριωτικά Μέτωπα», αν τα έχεις αυτά στην πολιτική ατζέντα σου και ρητορεία, πόσο μάλλον αν τα ιεραρχείς και ψηλά… είσαι καταδικασμένος όχι μόνο να χάσεις αλλά και να αφομοιωθείς από αυτές τις φωνές και πρακτικές σε μεγάλο βαθμό. Ούτε φυσικά και κάποιοι άλλοι στο αντίποδα «αντιεθνικιστές», οπαδοί της σημερινής κυβέρνησης, μπορούν εύκολα να πείσουν την κοινωνία ότι είναι αριστεροί ή προοδευτικοί, στηρίζοντας το πρωθυπουργό και το κυβερνών κόμμα και το «αφήγημα» προοδευτικών μεταρρυθμίσεων του κράτους. Και δεν πείθουν όχι μόνο γιατί συγκυβερνούν σχεδόν τέσσερα χρόνια, με πολλές υποχωρήσεις στην εφαρμογή της πολιτική τους με ένα εθνικιστικό και λαϊκιστικό κόμμα όπως οι ΑΝΕΛ. (πηγή ψηφοφόρων άλλωστε των ΑΝΕΛ είναι και ή λαϊκή Δεξιά αλλά και η ακροδεξιά). Αλλά περισσότερο γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ, ήδη από το 2014, μέσα από την «πατριωτική στροφή» και τις συγκεκριμένες πολιτικές συμμαχίες, συνθηκολόγησε με τα επιχειρηματικά συμφέροντα και συνεχίζει το δρόμο των μνημονίων μην κάνοντας τις απαιτούμενες ρήξεις προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας. Ο πατριωτισμός και εδώ(ΣΥΡΙΖΑ) έγινε ο βασιλικότερός δρόμος για την ταξική συνθηκολόγηση που έφερε τη διαιώνιση της λιτότητας και της κοινωνικής εξαχρείωσης. Βέβαια κανείς δεν έχει πράξει κάτι ανάλογο με αυτό που συνέβη τελευταία, να μιλήσει δηλαδή, σε μέσο που στηρίζει ναζιστικές και εθνικιστικές απόψεις και αυτό θα βαραίνει και στο μέλλον πολιτικά τον Παναγιώτη Λαφαζάνη.Όμως και ο Λαφαζάνης συνεχίζει να πάσχει από ΣΥΡΙΖΑ, υπό την έννοια ότι εξακολουθεί να φαντάζεται πως μέσο του πατριωτισμού απευθύνεται στα πλατιά ελληνικά ακροατήρια βαδίζοντας προς την κυβέρνηση(!).
Επομένως, μιλάμε για μια συνολική συζήτηση και για ένα συνολικό προβληματισμό. Κλείνοντας ερχόμαστε σε δύο προβλήματα που απορρέουν από τα παραπάνω. Πρώτον ότι ο μέσος «αριστερός ψηφοφόρος» αλλά και ο μέσος εργαζόμενος, είτε γελάσει είτε νευριάσει με τέτοιες πρακτικές σαν του Λαφαζάνη, τελικά ναι νομίζω αδιαφορεί, αποστασιοποιείται αφού «το αφήγημα» στο οποίο εντάσσονται στο τέλος της μέρας δεν αναφέρεται στις ανάγκες και τις επιθυμίες του, δεν συγκρούετε με το μονόδρομο. Δεύτερον αν τελικά κάποιος από τους παραπάνω γοητευθεί από αυτό το λεξιλόγιο και εγκρίνει μια τέτοια πρακτική, θα βρεθεί στο δίλημμά να προτιμήσει είτε τους «ορίτζιναλ» εκφραστές του έθνους, της φυλής και του αίματος είτε τα προϊόντα απομίμησης. Σε κάθε περίπτωση τους/τις νέους/ες που βιώνουν σήμερα μια ιστορία καταστροφής, η εθνική αφήγηση δεν τους μετατρέπει σε ενεργητικά κοινωνικά υποκείμενα που διεκδικούν τα δικαιώματα και το μέλλον τους, αλλά αντίθετα σε λωτοφάγους. Τώρα που τα σύννεφα του πολέμου πυκνώνουν θα πρέπει να αναζητηθούν δρόμοι αλληλεγγύης, φιλίας και συνεργασίας με τους ανθρώπους της νέας γενιάς στο επίκεντρο αυτής της προσπάθειας.