Πέρασε το Δωδεκάμερο. Οι πόλεις και τα σπίτια ξεστολίζονται, τα χριστουγεννιάτικα δέντρα σβήνουν.Κλείνει η περίοδος της τελετουργικής αναταραχής, που δίνει στους ανθρώπους την ευκαιρία να πάρουν βαθιές ανάσες. Η επισφράγιση αυτού του γεγονότος είναι τα Θεοφάνεια, μια γιορτή με βαθιές ρίζες.
Κλείνει η παρένθεση των γιορτών και όλοι επιστρέφουν στην κανονικότητα-ας μου επιτραπεί η χρήση της λέξης μόλο που έχει υποστεί πολλαπλή και συνεχή κακοποίηση.Καθένας και τον χαβά του. Στην κανονικότητα ανήκει και η φράση «πάει ο παλιός ο χρόνος ας γιορτάσουμε παιδιά, που άδομε περιπαθώς στην αλλαγή του χρόνου ομνύοντες στην ακράδαντη πεποίθηση σε μια διαρκή και εύχαρη εξέλιξη. Η αφέλειά μας συχνά συναγωνίζεται εκείνη των καλικάντζαρων, που εγκαταλείπουν την εργώδη προσπάθεια να κόψουν το δέντρο της γης, πάνω στο οποίο έχουμε ακουμπήσει τη ζωή μας.
Με τα Θεοφάνεια τα καρκαντζέλια μαζεύουν την αφέλειά τους και επιστρέφουν εκεί που τους έχουν τοποθετήσει. Σε μια θέση φόβητρου. Η ανατροπή είναι ελεγχόμενη και διαρκεί ως βαλβίδα εκτόνωσης της διάθεσης για άλλες επιλογές. Ου μην και υπενθύμισης της αταξίας που θα επικρατήσει αν η πολιτισμική και κοινωνική κανονικότητα διαταραχθεί.Απειλείται ο κόσμος μας. Δεν έχει σημασία αν έχουν νιώσει αυτό τον κόσμο τα παιδιά που πεθαίνουν καθημερινά.
Αυτά και άλλα πολλά μολογούσε ο Μαντρακούκος, που κατάφερε να ξεφύγει από την αγιαστούρα του παπά. Κρύφτηκε στην κουφάλα ενός δέντρου , που καλυπτόταν από μια τούφα θάμνων που σκέπαζαν το άνοιγμα. Έλα τώρα , μην παριστάνεις τον αφελή , τον αιφνιδιασμένο. Με ξέρεις και σε ξέρω. Είμαι ο Μαντρακούκος, ο φίλος σου. Έχεις γράψει για μας. Μην κάνεις τον ενοχλημένο, έτσι είστε εσείς οι άνθρωποι. Λέτε πολλές κουβέντες, μα όταν βρίσκεστε φάτσα με τα πράγματα δεν μπορείτε να αναγνωρίσετε τους εαυτούς σας.
Είχα χάσει το χρώμα μου, ίδρωναν οι παλάμες μου. Και η κανονικότητα; Αποχωρείτε των Φώτων, έτσι λέει η παράδοση. Μωρέ, καλά τα λένε τα τεφτέρια σας, δεν σ’αδικώ, αυτά είναι στο δικό σας μυαλό. Να φύγω, μου λες, και να χάσω τις πομπές σας. Φοβάστε εμάς, μη σας κόψουμε το δέντρο και γκρεμοτσα κιστεί ο κόσμος.
Τον κοίταζα με γουρλωμένα μάτια. Καλά λένε, είστε αφελείς εσείς οι επιστήμονες. Άνοιξε τα μάτια σου, κοίταξε τι χαμός γίνεται γύρω σου. Μην διαβάζετε μόνο τα παπίρια σας.Μάζεψα το θάρρος μου, σήκωσα τα μάτια και τον περιεργαζόμουν. Κακομούτσουνος, τραγοπόδαρος, μαλλιαρός. Τι τηράς ; Με σκιάζεσαι; Το μειδίαμα τον έκανε πιο συμπαθητικό. Σκιάζεσαι εμένα κι όχι τον συνάδελφό μου. Έχουμε δικό μας άνθρωπο που κουμαντάρει όλο τον ντουνιά. Αφελείς που είστε εσείς οι άνθρωποι. Φοβάστε τις ιστορίες μας αλλά δεν βγάζετε άχνα στους σύγχρονους απογόνους μας.