Αγαπητέ Κ. Μπάρκα,
Στην έμμεση απάντησή σας (μόνο ως τέτοια μπορώ να την ερμηνεύσω, καθώς προήλθε από στέλεχος της παράταξής σας) δυστυχώς ακολουθήθηκε ο χειρότερος δυνατός δρόμος: αυτός της αμφισβήτησης της πραγματικότητας.
Σε αυτήν αναφέρεται ως “αναπόδεικτο συμπέρασμα” το ότι η πλε ιοψηφία του ελληνικού Λαού είναι ενάντια στη συμφωνία (αριστοτεχνικά, δεν υποστηρίχθηκε το αντίθετο βέβαια).
Το γεγονός και μόνο ότι υπήρξε απάντηση, δείχνει πως είναι κατανοητό ότι την άποψή μου την μοιράζεται – αν μη τι άλλο- ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού.
Αλλά ας αγνοήσουμε για μια στιγμή τις χιλιάδες κόσμου στα επανειλημμένα συλλαλητήρια, τις δεκάδες διεθνολόγων και ακαδημαϊκών που τη καταδικάζουν, ας αγνοήσουμε τόσες εξέχουσες προσωπικότητες της Αριστεράς που διαφωνούν, ας αγνοήσουμε τις συνεχείς αντιδράσεις στα κοινωνικά δίκτυα, ας αγνοήσουμε τέλος και τους καθημερινούς ανθρώπους στο δρόμο που εκφράζουν παντού την αγανάκτησή τους και ας εξετάσουμε χάριν συζητήσεως το ενδεχόμενο να μην είναι η πλειοψηφία των Ελλήνων.
Θα πρέπει τουλάχιστον να συμφωνήσετε πως ο μόνος τρόπος να μαθαίναμε θα ήταν ένα δημοψήφισμα. Φυσικά, όπως δεν χρειάζεται να απόδειξη πως ο ήλιος ανατέλλει από την Ανατολή, άλλο τόσο δεν χρειάζεται το δημοψήφισμα. Το αποτέλεσμα, το ξέραμε όλοι εκ των προτέρων και αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που δεν έγινε ποτέ.
Το υπόλοιπο της απάντησης αφορούσε τα πλεονεκτήματα της συμφωνίας, οπότε και ήταν ασύνδετο με την ερώτηση που ετέθη, η οποία και παραμένει αναπάντητη:
Κε Μπάρκα, ως δημοκράτης, πως δικαιολογείτε το ότι πήρατε (εσείς και η κυβέρνησή στην οποία ανήκετε) μία απόφαση στην οποία γνωρίζατε πως η συντριπτική πλειοψηφία του Ελληνικού λαού είναι ενάντια;
Υ.Γ. Ελπίζω να με συγχωρέσει ο Κ.Δημήτρης Παπαδήμος που αναφέρομαι σε αυτόν σε τρίτο πρόσωπο. Ειλικρινά, δεν είναι πρόθεσή μου να δείξω έλλειψη σεβασμού. Απλά οι επιστολές απαντώνται συνήθως από τον παραλήπτη.
Με σεβασμό στο αξίωμά σας,
Νικολόπουλος Άρης