Την πολιτική επικαιρότητα σχολίασε στο απογευματινό μαγκαζίνο του Prisma 91,6 ο αναπληρωτής καθηγητής πολιτικής συμπεριφοράς και μεθοδολογίας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Γιάννης Κωνσταντινίδης.
Σε ερώτημα για το που αποδίδεται η μειωμένη απήχηση του Ποταμιού στις ευρωεκλογές, απάντησε ότι το 2012 όταν έσπασε το δίπολο του τότε παλαιού δικομματισμού και ο ίδιος προσωπικά αλλά και άλλοι άνθρωποι είχαν υποσημειώσει ότι αυτή είναι μία χρονική στιγμή ιδιαίτερη, όχι κρίσιμη με την έννοια της αλλαγής μοτίβου του κομματικού συστήματος, αλλά μία αλλαγή με την έννοια του το εκλογικό σώμα έχει δεχτεί ένα σημαντικό πλήγμα στην εμπιστοσύνη του και για αυτό το λόγο φερόταν αλλοπρόσαλλα.
Αυτό θα επανερχόταν στην πρότερη κατάσταση δηλαδή του πρότερου Ελληνικού δικομματισμού για τον απλούστατο λόγο ότι στην Ελλάδα δεν έχουμε πολλαπλές διαιρέσεις, έχουμε στην ουσία μία και μόνο διαίρεση μεταξύ ημών και υμών των δικών μας και των δικών σας και αυτό μπορεί να ξεπεραστεί μόνο αν υπάρξουν και άλλες διαιρέσεις στο βάθος του κοινωνίας, αν υπάρχουν ιδιαίτερες πολιτικές προτιμήσεις για κόμματα διαφορετικού τύπου, κάτι τέτοιο δεν υφίσταται στη χώρα μας, είμαστε πολιτικά επαρκής με δύο κόμματα και αυτό θέλω να το καταγράψετε ως εμπειρική παρατήρηση.
Άρα το γεγονός ότι γυρίζουμε σε έναν δικομματισμό που μπορεί να μην υπάρχει το ΠΑΣΟΚ αλλά έχει πάλι σίγουρα δύο κόμματα μου μοιάζει πολύ φυσικό, με άλλα λόγια χώρα με 3 κόμματα τα οποία θα γίνουν μεσαία και θα έχουν πολιτικό αντίκτυπο δεν υπάρχει.
Δεν με εκπλήσσει το γεγονός ότι κόμματα όπως το Ποτάμι δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν τη δύναμη τους στο χρόνο.
Συγκεκριμένα όσον αφορά το Ποτάμι, η δυσκολία υπήρξε όταν επιχείρησε να δείξει ότι είναι ένα κόμμα άλλου λόγου, νοοτροπίας και αισθητικής και όχι ένα κόμμα που μπορούσε να τοποθετηθεί με ευκολία σε κλασικές διαιρέσεις του τύπου ” εμείς και εσείς”, ” αριστερά ή δεξιά” ” καλοί ή κακοί”.
Η προσπάθειά του να δείξει ότι δεν είμαστε όλοι έτσι, αλλά κατά περίπτωση μπορούμε να συνεργαστούμε είναι ένα δύσκολο εγχείρημα το οποίο δεν έπεισε πάρα πολύ λίγους ανθρώπους και το αποτέλεσμα σταδιακά ήταν όλο και χειρότερο, μακάρι να ήταν διαφορετικά.
Στην επισήμανση ότι όλοι όσοι στράφηκαν απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισαν τη Νέα Δημοκρατία και όχι άλλες δυνάμεις που θεωρητικά μπορεί να έχουν αντιμνημονιακό πρόσημο, ανέφερε ότι μοιάζει ανορθολογικό να ψηφίσετε και πάλι ένα κόμμα το οποίο ευθύνεται για τον ερχομό του ΣΥΡΙΖΑ.
Θα πρέπει να σκεφτούμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε στην εξουσία, επειδή πριν μερικά χρόνια είχαν αποδοθεί ευθύνες στην Νέα Δημοκρατία, στον προηγούμενο δικομματισμό και δύσκολα μπορεί να καταλάβει κανείς με γνώμονα την ορθολογική σκέψη πώς μπορεί να επιστρέφει ένα κόμμα το οποίο ήταν υπεύθυνο για την άφιξη του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία.
Η απάντηση βρίσκεται περισσότερο στο θυμικό παρά στη λογική. Αυτή τη στιγμή ο μέσος Έλληνας ψηφοφόρος είναι βαθιά ενοχλημένος, τόσο από την αναποτελεσματικότητα του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, όσο και από την αλαζονεία του. Για τους δύο αυτούς λόγους αισθάνεται πάρα πολύ έντονα το συναίσθημα της απογοήτευσης και τη διάθεση καταδίκης του ΣΥΡΙΖΑ. Καταδικάζω τον ΣΥΡΙΖΑ σε ένα δικομματικό περιβάλλον όπως το ελληνικό σημαίνει ότι ψηφίζω τον αντίπαλό του, καθώς αυτό βλέπουν ως μόνη οδό.
Η απλή σκέψη είναι να καταδικάσω, να βρίσω αυτόν ο οποίος με ενοχλεί αυτή τη στιγμή και να εκφράσουν το θυμό και την οργή μου. Το αντικείμενο της οργής αυτή την στιγμή είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, με άλλα λόγια ο ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη στιγμή χάνει για τους ίδιους λόγους που κέρδιζε το 2015, απλώς έχει μεταμορφωθεί αυτός στο αντικείμενο της οργής.
Σχολιάζοντας και το χαλαρό ενδιαφέρον που φέρεται να δείχνει το εκλογικό σώμα για την επερχόμενη αναμέτρηση, απάντησε ότι αυτό είναι χαλαρό, για το απλούστατο λόγω ότι είναι προεξοφλημένο και το εκλογικό αποτέλεσμα.
Οι προηγούμενες εκλογές που δυστυχώς πήραν Εθνικό χαρακτήρα, αλλά όχι χαρακτήρα ευρωεκλογών όπως θα έπρεπε, έδωσαν μία ευρεία νίκη της Νέας Δημοκρατίας, γνωρίζουμε πια ότι μέσα σε ενάμιση μήνα ελάχιστα μπορούν να αλλάξουν, οταν ιδιαίτερα οι δύο πλευρές παίζουν πολύ χαλαρά το παιχνίδι, στην ουσία απλώς αισθάνομαι και σε επίπεδο καμπάνιας και επικοινωνίας ότι περιμένουν απλά οι μέρες να περάσουν, άρα δεν είναι πιθανό τίποτα να αλλάξει και αυτό μειώνει και το ενδιαφέρον.
Ο υπ αριθμόν 1 παράγοντας προβλέψεις της προσέλευσης στην κάλπη για μία κοινωνία και ένα εκλογικό σώμα είναι το Εάν είναι προεξοφλημένο το αποτέλεσμα ή όχι. Είναι λογικό λοιπόν όταν είναι βέβαια το ποιος θα κερδίσει οι πολίτες αποθαρρύνονται από το να φτάσουν στις κάλπες και οι μεν και οι δεν, εκτιμώντας ότι η αποχή και σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση θα είναι υψηλή.